- κολήγος
- οβλ. κολήγας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολήγας — και κολήγος και κολέγας, ο (Α κολλήγας) νεοελλ. 1. αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη 2. συνεταίρος, συνεργάτης 3. φίλος αρχ. συνάρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collega. Στην… … Dictionary of Greek
κοληγιακός — ή, ό [κολήγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολήγο 2. συνεταιρικός … Dictionary of Greek
μισακάρης — και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., ισσα κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός] … Dictionary of Greek
σέμπρος — ο, Ν επίμορτος καλλιεργητής, αυτός που καλλιεργεί ξένα κτήματα ή εκτρέφει ξένα ζώα με σύμβαση που τού εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, κολήγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. sebrŭ] … Dictionary of Greek
σεμπρεύω — Ν [σέμπρος] γίνομαι σέμπρος κάποιου, είμαι επίμορτος καλλιεργητής, καλλιεργώ τα κτήματα ή βόσκω τα ζώα του με σύμβαση που μού εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, είμαι κολήγος … Dictionary of Greek
συμμισακάτορας — και συμμισάτορας και συμμεσιακάτορας, ο, Ν κολήγος, επίμορτος καλλιεργητής, μισακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός / μεσιακός /μισός] … Dictionary of Greek
συμμισατορεύω — Ν [συμμισάτορας] καλλιεργώ με επίμορτη αγροληψία, είμαι κολήγος … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek